- παιδολογία
- η (Α παιδολογία)νεοελλ.κλάδος τής παιδαγωγικής που ασχολείται με τη σωματική και ψυχική ανάπτυξη τών παιδιώναρχ.η εκλογή παιδιών.[ΕΤΥΜΟΛ. < παῖς, παιδός + -λογία*].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
παιδολογία — η η επιστήμη που ασχολείται με τη σωματική ανάπτυξη και ψυχική εξέλιξη των παιδιών: Η παιδολογία είναι κλάδος της παιδαγωγικής επιστήμης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
παιδολογικός — ή, ό ο σχετικός με την παιδολογία. [ΕΤΥΜΟΛ. < παιδολογία. Η λ. μαρτυρείται από το 1894 στην εφημερίδα Εφημερίς] … Dictionary of Greek
-λογία — (AM λογία) β συνθετικό αφηρημένων θηλυκών ονομάτων που σχηματίστηκαν από ονόματα σε λόγος ή από ρ. σε λογώ και ανάγονται στο ρ. λέγω είτε με τη σημασία τού «μιλώ», άρα και τού «ασχολούμαι με κάτι» (πρβλ. αερολογία, ευφυολογία, φιλολογία), είτε με … Dictionary of Greek
παις — ο, η (ΑΜ παῑς, παιδός, Α και παῑς και πάϊς) 1. ανήλικος άνθρωπος, παιδί 2. γόνος, τέκνο, αγόρι ή κορίτσι («γενομένων δὲ παίδων ἀρρένων καὶ θηλειῶν», Πλάτ.) αρχ. 1. νεαρός, νεανίας («ὣς τε γὰρ ἦ παῑδες νεαροὶ χῆραί τε γυναῑκες», Ομ. Ιλ.) 2. δούλος … Dictionary of Greek
Χαριτάκης, Κωστής — (1889 – 1956). Γιατρός. Σπούδασε ιατρική στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και ύστερα συμπλήρωσε τις σπουδές του στη μικροβιολογία και υγιεινή στο Παρίσι. Διετέλεσε διευθυντής στο παιδιατρικό τμήμα και στο μικροβιολογικό εργαστήριο της πολυκλινικής της… … Dictionary of Greek